- περίγελως
- (-ωτος) ο см. περιγέλασμα 2;
έγινε ο περίγελως τού κόσμου — он стал всеобщим посмешищем
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
έγινε ο περίγελως τού κόσμου — он стал всеобщим посмешищем
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
περίγελως — ο, ΝΑ βλ. περίγελος … Dictionary of Greek
περίγελος — και περίγελως, ο, ΝΑ, περίγελως, ωτος, Α 1. λόγος χλευαστικός, χλευασμός, κοροϊδία 2. το αντικείμενο τής χλεύης, ο καταγέλαστος. [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + γέλως. Ο τ. περίγελος < περίγελο] … Dictionary of Greek
γέλασμα — το (AM γέλασμα) [γελώ] 1. το γέλιο 2. εκείνο το οποίο προκαλεί γέλια στους άλλους, ο περίγελως 3. ο εμπαιγμός, η κοροϊδία νεοελλ. το ξεγέλασμα, η απάτη αρχ. ο φλοίσβος των κυμάτων («ποντίων κυμάτων ἀνήριθμον γέλασμα», Αισχ.) … Dictionary of Greek
γέλιο — το (Μ γέλιον, το) 1. η έκφραση χαράς ή ειρωνείας με συσπάσεις τών χειλιών, τού στόματος, τού προσώπου και με ηχηρές εκπνοές 2. φρ. α) «έσκασα στα γέλια» ή «πέθανε στα γέλια» γέλασα τόσο που δυσκολευόμουν ν ανασάνω β) τα γέλια θα σού βγουν ξινά»… … Dictionary of Greek
γέλως — ( ωτος), ο (AM γέλως) 1. το γέλιο για δήλωση χαράς, ειρωνείας ή σαρκασμού 2. ο ήχος που αναδίδεται από το γέλιο 3. αιτία, λόγος που προκαλεί γέλιο 4. κοιλότητα που σχηματίζεται στα μάγουλα κατά το γέλιο, κοινώς λακκάκι 5. φρ. α) «Σαρδόνιος γέλως» … Dictionary of Greek
εξουθένωμα — το (Μ ἐξουθένωμα) αντικείμενο περιφρόνησης, περίγελως … Dictionary of Greek
καταπαιγμός — καταπαιγμός, ὁ (Α) [καταπαίζω] εμπαιγμός, περίγελως … Dictionary of Greek
κύβευμα — κύβευμα, τὸ (AM) [κυβεύω] μσν. το να παίζει κάποιος ζάρια, η κυβεία αρχ. αντικείμενο γέλιου, περίγελως … Dictionary of Greek
πλατύς — (I) ιά, ύ, θηλ., και εία / πλατύς, εῑα, ύ, ΝΜΑ, ιων. τ. θηλ. πλατέα Α αυτός που έχει πλάτος σχετικά μεγάλο, ευρύς, φαρδύς νεοελλ. 1. μτφ. α) (για πρόσ.) αυτός τού οποίου η σκέψη αγκαλιάζει ευρείες περιοχές τού πνεύματος, που μπορεί να εξετάσει… … Dictionary of Greek